εγκυλίνδω

εγκυλίνδω
ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐγκυλινδόμενον — ἐγκυλίνδω roll pres part mp masc acc sg ἐγκυλίνδω roll pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκυλῖσθαι — ἐγκυλίνδω roll perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλῖσαι — ἐγκυλίνδω roll aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθέντα — ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐγκυλῑσθέντα , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκεκυλισμένοις — ἐγκεκυλῑσμένοις , ἐγκυλίνδω roll perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκύλισται — ἐγκεκύλῑσται , ἐγκυλίνδω roll perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισαμένη — ἐγκυλῑσαμένη , ἐγκυλίνδω roll aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθεῖσαν — ἐγκυλῑσθεῖσαν , ἐγκυλίνδω roll aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλισθείς — ἐγκυλῑσθείς , ἐγκυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”